- ανακάλυψη
- Η δημιουργία γνώσης για κάτι που υπάρχει, αλλά είναι άγνωστο. Η εύρεση μιας νέας χώρας, ενός νέου χημικού νόμου, ενός νέου γαλαξία.
Οι πρώτοι εξερευνητές που αναφέρονται στην ιστορία ήταν Αιγύπτιοι ναυτικοί που ανακάλυψαν τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας και του κόλπου του Άντεν. Στη συνέχεια, Φοίνικες και Έλληνες ναυτικοί ανακάλυψαν και αποίκισαν διάφορες ακτές της Μεσογείου. Οι άποικοι των Φοινίκων Καρχηδόνιοι κατόρθωσαν πρώτοι να περάσουν από τις Ηράκλειες Στήλες (στενά του Γιβραλτάρ) και να περιπλεύσουν τον Ατλαντικό ωκεανό. Ο Καρχηδόνιος Άννων ανακάλυψε, το 465 π.Χ., τις δυτικές ακτές της Αφρικής έως τον Ισημερινό. Το 345 π.Χ., ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης ανακάλυψε τη Θούλη (Γροιλανδία). Αργότερα, οι Έλληνες με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι Ρωμαίοι στη συνέχεια διεύρυναν τα όρια του τότε γνωστού κόσμου και τα έφτασαν στον Ατλαντικό προς τη δύση, στον Ινδό ποταμό προς την ανατολή, στις Σκανδιναβικές χώρες προς τον βορρά και στη Σαχάρα και την Αιθιοπία προς τον νότο.
Η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ένας σταθμός στην πρόοδο των α. και στην εξέλιξη της γεωγραφίας και των συναφών επιστημών. Αυτοί που έδωσαν την περαιτέρω ώθηση ήταν οι Σκανδιναβοί, που υπήρξαν μεγάλοι θαλασσοπόροι.
Ελάχιστες περιοχές απομένουν να ανακαλυφθούν στον πλανήτη μας. Είναι κυρίως θαλάσσιες (βάθη ωκεανών) που απαιτούν μηχανές πολύ υψηλής τεχνολογίας για την εξερεύνησή τους. Στις μέρες μας, ο άνθρωπος έχει στραφεί πλέον στην α. νέων κόσμων έξω από τον πλανήτη μας.
* * *η (Α ἀνακάλυψις) [ἀνακαλύπτω]νεοελλ.ανεύρεση κάποιου άγνωστου μέχρι τώρα πράγματος μετά από αναζήτησηαρχ.ξεσκέπασμα, φανέρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.